καταθέτω

καταθέτω
κατάθεσα, κατατέθηκα, καταθεμένος
1. αποθέτω, θέτω κάτι κάτω: Οι φοιτητές κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
2. δίνω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό: Κατέθεσε πολλά λεφτά στην τράπεζα.
3. κάνω μαρτυρική κατάθεση: Κατέθεσε πολλά στοιχεία επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταθέτω — καταθέτω, κατέθεσα και κατάθεσα βλ. πίν. 137 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταθέτω — (Μ καταθέτω) 1. τοποθετώ κάτω, αποθέτω 2. παραδίδω χρήματα σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. (ως δικανικός όρος) παρέχω, δίνω μαρτυρία για πρόσωπα ή για γεγονότα ενώπιον δικαστικής ή ανακριτικής αρχής μσν. 1. ρίχνω κάποιον κάτω νεκρό… …   Dictionary of Greek

  • ανακαταθέτω — [καταθέτω] καταθέτω εκ νέου, κάνω νέα κατάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + καταθέτω] …   Dictionary of Greek

  • εκμαρτυρώ — ἐκμαρτυρῶ ( έω) (Α) 1. μαρτυρώ, καταθέτω 2. αποκαλύπτω, εξομολογούμαι 3. καταθέτω εγγράφως ως μάρτυρας σε περίπτωση απουσίας …   Dictionary of Greek

  • επιδιατίθημι — ἐπιδιατίθημι (Α) 1. διευθετώ («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε») 2. μέσ. επιδιατίθεμαι καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ ὀμόσῃ τὸν ὅρκον», Δημοσθ.) 3. καταθέτω ένα ποσό για να παίξω… …   Dictionary of Greek

  • καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • καταμαρτυρώ — (AM καταμαρτυρῶ, έω) μαρτυρώ εναντίον κάποιου, καταθέτω ενώπιον δικαστικής αρχής σε βάρος κάποιου, καταθέτω δυσμενή μαρτυρία για κάποιον, ενοχοποιώ αρχ. 1. παθ. καταμαρτυροῡμαι, έομαι α) δίδονται μαρτυρίες εις βάρος μου β) (για μαρτυρία) φέρομαι… …   Dictionary of Greek

  • κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυώ — άω (Α μεσεγγυῶ) [μεσέγγυος] καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του αρχ. φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • παρατίθημι — δωρ. και ποιητ. τ. παρτίθημι, μτγν. τ. παρατίθω, ΜΑ 1. θέτω, τοποθετώ κοντά ή μπροστά σε κάποιον 2. παραθέτω, προσφέρω, σερβίρω φαγητό (α. «ἀφοῡ δὲ παραθέσουσι καὶ νίψεται καὶ κάτζει», Πρόδρ. β. «θεὰ παρέθηκε τράπεζαν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. θέτω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”